- τράνεμα
- το, Ν [τρανεύω]το να γίνεται κανείς τρανός, μεγάλος, μεγάλωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τράνεμα — το, ατος μεγάλωμα, μεγέθυνση: Το παιδί τι τράνεμα έχει! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)